- χιονισμένος
- [хьёнизмэнос] επ. снежный, покрытый снегом,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χιονισμένος — η, ο, Ν βλ. χιονίζω … Dictionary of Greek
νιφόεις — νοφόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ Αἴτνα», Πίνδ.) 2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει» + κατάλ. όεις (πρβλ … Dictionary of Greek
χιονίζω — ΝΜΑ [χιών, χιόνος] 1. καλύπτω με χιόνι 2. (ως τριτοπρόσ.) χιονίζει ρίχνει χιόνι, πέφτει χιόνι (α. «έχει καιρό να χιονίσει» β. «ὥστε εἰ ἐχιόνιζε, ὕετο ἄν ταῡτα τὰ χωρία», Ηρόδ.) 3. μτφ. καθιστώ κάτι λευκό σαν το χιόνι νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι… … Dictionary of Greek
χιονοσκεπής — ές, Ν χιονοσκέπαστος, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. κισσο σκεπής, νεφελο σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Γαβρ. Σοφοκλέους] … Dictionary of Greek
χιονοσκεπασμένος — η, ο, Ν σκεπασμένος με χιόνι, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπασμένος] … Dictionary of Greek
χιονόβλητος — ον, Α χιονισμένος («εἴτ ἐπ Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος, πυρί βλητος] … Dictionary of Greek
χιονόβολος — ον, Α χιονόβλητος*, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
χιονόδαρτος — η, ο, Ν πολύ συχνά χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + δαρτός (< δέρνω), πρβλ. θαλασσό δαρτος] … Dictionary of Greek
χιονόκτυπος — ον, Α (για όρος) χιονόβλητος*, πολύ χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. ἡλιό κτυπος] … Dictionary of Greek
Άτλας — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ουρανού και της Γης και αδερφός του Κρόνου. Άλλη εκδοχή τον παρουσιάζει γιο του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης, αδελφό του Προμηθέα του Επιμηθέα και του Μενοιτίου. Ανήκε στη γενιά των θεών που προηγήθηκαν των… … Dictionary of Greek
Κάτω Νευροκόπι — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 560 μ., 2.072 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 42 χλμ. ΒΔ της πόλης της Δράμας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χιονισμένος δρόμος στο Κάτω Νευροκόπι (φωτ. ΑΠΕ) … Dictionary of Greek